κρίκος

From LSJ
Revision as of 10:29, 22 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (eksahir)

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρίκος Medium diacritics: κρίκος Low diacritics: κρίκος Capitals: ΚΡΙΚΟΣ
Transliteration A: kríkos Transliteration B: krikos Transliteration C: krikos Beta Code: kri/kos

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, Homeric form of κίρκος,

   A ring, on a horse's breastband, to fasten it to the peg (ἕστωρ) at the end of the carriage-pole, Il.24.272.    2 eyelet-hole in sails, through which the reefingropes were drawn, Hdt.2.36, cf. Poll.1.94, PLond.3.1164 (h) 8 (iii A. D.).    3 curtain-ring, Thphr.HP4.2.7, J.AJ3.6.2.    4 fingerring, Arist.Pol.1324b14; part of a finger-ring, Inscr.Délos461 Ba6, al. (ii B. C.).    5 nose-ring, S.E.P.3.203.    6 armlet, Plu.Dem. 30.    7 link in a chain, Id.2.304b, Alex.Aphr.Pr.2.67, Iamb. Comm.Math.7; ἐκ κρίκου λεπτοῦ πεποιημένα ὑφάσματα chain armour, Jul.Or.37d.    8 hoop, Antyll. ap. Orib.6.26.2.    9 ring of a spanner, Hero Bel.101.13; of a ring-bolt, Apollod Poliorc.166.15; of an armillary sphere, Procl.Hyp.6.2 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

κρίκος: ῐ, ὁ, Ὁμηρ. τύπος τοῦ κίρκος, κρίκος τις («κρικέλλι») ἐπὶ τῆς ἐπιστηθίου σκευῆς τῶν ἵππων δι’ ἧς προσέδενον αὐτοὺς πρὸς ξύλινον πάσσαλον (ἕστορα) τοῦ ῥυμοῦ τῆς ἁμάξης, ἐπὶ δὲ κρίκον ἕστορι βάλλον Ἰλ. Ω. 272. 2) μικραὶ ὀπαὶ ἐν τοῖς ἱστίοις δι’ ὧν τὰ σχοινία (οἱ κάλῳ) διήρχοντο καὶ ἐσύροντο. Ἡρόδ. 2. 36, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 2, Πολυδ. Αϳ, 94. 3) δακτύλιος, «δαχτυλίδι» τῆς χειρός, Θεόφρ. Ἱστ. Φυτ. 4. 2, 7· ἐν Καρχηδόνι οἱ ἄνδρες ἐφόρουν ἰσαρίθμους δακτυλίους ταῖς μάχαις ἐν αἷς ἐπολέμησαν, Ἀριστ. Πολ. 7. 2, 10. 4) κόσμημα τῆς ῥινός, ἔρρινον δακτυλίδιον, Σέξτ. Ἐμπειρ. Π. 3. 203· φυλακτήριον, Πλουτ. Δημοσθ. 30· κρίκος ἁλύσεως, ὁ αὐτ. 2. 304Β, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 67· ἐκ κρίκου λεπτοῦ πεποιημένα ὑφασμάτια, δηλ. ἁλυσιδωτὸς ὁπλισμός, Ἰουλιαν. 37D.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 anneau fixé à la partie saillante du joug;
2 anneau ou œillet d’une voile (par où passent les cordages servant à la manœuvrer);
3 bracelet.
Étymologie: DELG cf. κυρτός.
Syn. 3) ἀμφιδέαι, βραχιονιστήρ, περιβραχιόνιον, περίχειρον, σφιγγίον, ψέλιον.

English (Autenrieth)

(κίρκος): yoke-ring, Il. 24.272†. (See adjoining cut, from the antique; still clearer are cuts Nos. 42, 45.)

Spanish

anillo