παιδίον
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
(parox.), τό, Dim. of παῖς (never in Trag.),
A little or young child (up to 7 yrs., acc. to Hp. ap. Ph.1.26), Hdt.1.110, 2.119, Ar.Pax 50; τὰ νεωστὶ γεγονότα π. Pl.Ly.212e; ἐκ παιδίου from a child, Ar. Eq.412, X.Cyr.1.6.20: prov., τοῦ πατρὸς τὸ π. 'chip of the old block', Com.Adesp.672, title of satire by Varro; so τῆς μητρὸς τὸ π. Str.10.3.15 (with play on Μήτηρ). II young slave, male or female, IG12.329.27, 22.1554.67, 1556.22, Ar.Ra.37, Nu.132, Av.1150(s. v.l.). III τὸ παιδίον, a disease of children, prob. convulsions, dub. l. in Hp.Aër. 3 παίδι-ος, ὁ, barbarism for foreg., Plu.Alex.27.
German (Pape)
[Seite 440] τό, dim. von παῖς, Knäblein, Töchterchen, Kindlein (nach Aristoph. gramm. so lange es von der Amme gesäugt wird); Ar. Lys. 18 Pax 50; Her. 6, 61; τὰ νεωστὶ γεγονότα παιδία, Plat. Lys. 213 a, öfter; ἐκ παιδίου, von der zartesten Jugend an, Xen. Cyr. 1, 6, 20; sprichwörtlich τοῦ πατρὸς τὸ παιδίον, es ist des Vaters Söhnchen, dem Vater an Gesicht, in seinem ganzen Wesen ähnlich, B. A. 65, 17. – Auch der junge, kleine Sklave, Diener, Ar. Ran. 37 Nubb. 132.
Greek (Liddell-Scott)
παιδίον: τό, ὑποκορ. τοῦ παῖς, μικρὸς παῖς, «παιδάκι» (μέχρις ἑπτὰ ἐτῶν ἡλικίας καθ’ Ἱππ. παρὰ Φίλωνι 1. 26), Ἡρόδ. 1. 110., 2. 119, Ἀριστοφάν. Εἰρ. 50, Πλάτ. Λῦσ. 212Ε, κτλ., ἀλλὰ (ὡς τὸ θηρίον) οὐδαμοῦ ἐν χρήσει παρὰ Τραγ.· ἐκ παιδίου, ἐκ παιδικῆς ἡλικίας, Ξενοφ. Κύρ. 1. 6, 20· παροιμ., τοῦ πατρὸς τὸ παιδίον: «παλαιὰ ἡ παροιμία τιθεμένη ἐπὶ τῶν ὅμοια ποιούντων τοῖς πατράσιν» Α. Β. 65· οὕτω, τῆς μητρὸς τὸ π. Στράβ. 470. ΙΙ. νέος, μικρὸς δοῦλος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 37, Νεφέλ. 132. ΙΙΙ. τὸ παιδίον, νόσος τῶν παιδίων, πιθ. σπασμοί, Ἱππ. π. Ἀέρ. 281, ἔνθα ὁ Foës. προτιμᾷ τὴν ἀνάγνωσιν παιδικόν, ἴδε Oecon ἐν λ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 petit enfant (garçon ou fille) au-dessous de sept ans ; ἐκ παιδίου XÉN dès la plus tendre enfance ; τὰ παιδία παίζει;
2 jeune serviteur, petit esclave.
Étymologie: παῖς.