σεληνιακός
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
ή, όν,
A lunar, ἐνιαυτός Plu.Num.18; σφαῖρα Id.2.376d; ζῴδιον that in which the moon is situated, Vett.Val.19.22. Adv. -κῶς by lunar reckoning, Procl.in Prm.p.631 S. II epileptic, Alex.Trall.1.15, cf. Orph.L.50. III κάνθαρος σ. a species of beetle (cf. ἡλιοκάνθαρος), PMag.Par.1.2456,2688. IV distinguishing epith. of a kind of κῦφι, Paul.Aeg.3.28, 7.22.
German (Pape)
[Seite 870] den Mond betreffend, μήν, Plut. Num. 18; – mondsüchtig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σεληνιακός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν σελήνην, μὴν Πλουτ. Νουμ. 18· σφαῖρα ὁ αὐτ. 2. 376D· Ἐπίρρ. -κῶς, μὲ τὴν σελήνην, κατὰ σεληνιακὸν ὑπολογισμόν, Χρον. Πασχ. 371· - ὡσαύτως σεληνιαῖος, α, ον, Βυζ. ΙΙ. ἐπιληπτικός, σεληνιαζόμενος, μνημονευόμ. ἐκ τοῦ Ἀλεξ. Τραλλ., πρβλ. Ὀρφ. Λιθ. 50.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de lune, lunaire.
Étymologie: σελήνη.
Spanish
relativo a Selene, lunar, rito lunar , práctica lunar, ofrendas a Selene