ὑποκαύστρα
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
ἡ,
A the hot-air space of a hypocaust, Gloss.: written ὑποκαστρα three times in PMag.Berol.2.48, al.
German (Pape)
[Seite 1219] ἡ, ein Heerd od. Ofen, u. ein darübergelegenes Gemach, Badstube, von unten zu heizen.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκαύστρα: ἡ, ἡ κάμινος τοῦ ὑποκαύστρου, ὁ ὑποκάτωθεν τοῦ λουτρῶνος φοῦρνος, Τουρκ. «Κιουλχανές», Γλωσσ.