τελειόω
English (LSJ)
and τελεόω (the latter always in Hdt., and the prevailing form in Att. Prose, v. infr., and cf. τέλειος init.):—
A make perfect, complete: I of things, acts, works, time, make perfect, complete, accomplish, πάντα ἐτελέωσε ποιήσας Hdt.1.120; τελεώσαντες τὰς σπονδάς having completed the libations, Th.6.32; τελειοῖ τὴν ἐνέργειαν ἡ ἡδονή Arist.EN1174b23; τ. βίου ἐνιαυτούς complete the tale of years, App.Anth.2.281 (Philadelphia); τὸ ἔργον Ev.Jo.4.34; τὰς ἡμέρας Ev.Luc.2.43; τὸν δρόμον Act.Ap.20.24; τὸν περὶ παιδοτροφίας λόγον ἐνθάδε τελειοῦμεν Sor.1.126:—Med., Iamb.VP29.158, Protr. 20:—Pass., to be accomplished, Hdt.1.160, S.Tr.1257; ἐπειδὴ χρόνος ἐτελεώθη Pl.Plt.272d; τελεωθέντων ἀμφοτέροισι when both men had their wishes accomplished, Hdt.5.11. b execute a legal instrument, make it valid by completing it, PCair.Preis.43.10 (i A.D.), PAmh.2.111.16 (ii A.D.), BGU578.21 (ii A.D.), 1657.6 (iii A.D.). 2 in Logic, τ. τὸ εἶδος complete, make perfect the form or species, Arist. EN1174a16:—Pass., of syllogisms, to be made perfect (by reduction to the 1st figure, the other figures being ἀτελεῖς), Id.APr.29a16, 30, al. 3 Pass., of prophecies, to be fulfilled, Ev.Jo.19.28. II bring to perfection or consummation, ἐπιγενόμενα δὲ ταῦτα τῷ Δαρείῳ ἐτελέωσέ μιν sealed his success, in his claim to the monarchy, Hdt. 3.86; τελειῶσαι λόχον make the ambush successful, S.OC1089 (lyr.):— Pass., to be made perfect, attain perfection, Id.El.1510 (anap.); esp. by reaching maturity in point of age, Pl.Smp.192a, R.466e, 487a, 498b, etc.; so of the embryo, plants, come to maturity, Arist.GA 776a31, Thphr.HP8.2.6, Sor.1.33, al., Gal.6.531; τελειωθέντος [μειρακίου] κατὰ τὸ μέγεθος ib.162. 2 in Pass. also, τελειωθῆναι, = γῆμαι, Paus.Gr.Fr.306, cf. τέλειος 1.2b, τέλος 1.6. 3 Pass., to be made perfect, of true Christians, Ep.Hebr.11.40, 12.23. 4 Pass., die, IG14.628 (Rhegium). III intr., bring fruit to maturity, come to maturity, Arist.GA757b24.
German (Pape)
[Seite 1085] ion. τελεόω (w. m. vgl.), vollenden, vollkommen machen; Soph. O. C. 1091 Trach. 1247; ἐν ᾗ ἡλικίᾳ ἡ ψυχὴ τελειοῦσθαι ἄρχεται, Plat. Rep. VI, 498 b (s. τελεόω); Arist. Nic. 10, 4, 1 τελειώσει τὸ εἶδος; Sp., wie Pol. 8, 36, 2.
Greek (Liddell-Scott)
τελειόω: καὶ τελεόω, (τὸ δεύτερον ἀεὶ παρ’ Ἡροδ. καὶ εἶναι ὁ ἐπικρατῶν τύπος ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ, ἴδε κατωτ. καὶ πρβλ. τέλειος ἐν ἀρχῇ). Ποιῶ τι τέλειον, τελειοποιῶ, συμπληρῶ, τελειώνω· Ι. ἐπὶ πραγμάτων, ἐνεργειῶν, ἔργων, χρόνου, ποιῶ τέλειον, συμπληρῶ, ἐκτελῶ, πάντα ἐτελέωσε ποιήσας Ἡροδ. 1. 120· τελεώσαντες τὰς σπονδάς, ἐκτελέσαντες, συμπληρώσαντες τὰς συνθήκας, Θουκ. 6. 32· τ. τὸ εἶδος Ἀριστ. Ἠθ. κ. Νικ. 10. 4, 1· τελεεῖ τὴν ἐνέργειαν ἡ ἡδονὴ αὐτόθι 6· τρεῖς γὰρ ἐπ’ εἰκοσίοις ἐτελέωσε βιοῦσ’ ἐνιαυτοὺς Ἀνθολ. Π. παράρτ. 262. 5· τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον Εὐαγγ. κ. Ἰω. δ΄, 34· τελειωσάντων τὰς ἡμέρας Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 43· τελειῶσαι τὸν δρόμον μου Πράξ. Ἀπ. κ΄, 24, κλπ.· - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 158. - Παθ., τελειοῦμαι, Ἡρόδ. 1. 160, Σοφ. Τρ. 1257· ἐπειδὴ χρόνος ἐτελεώθη Πλάτ. Πολιτικ. 272D, πρβλ. Ἐμπεδ. παρ’ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 4, 19· τελεωθέντων ἀμφοτέροισι, ὅτε ἐξετελέσθησαν αἱ ἐπιθυμίαι ἀμφοτέρων, Ἡρόδ. 5. 11. 2) ἐν τῇ Λογικῇ τελειώσει αὐτῆς τὸ εἶδος, τελειοποιήσει, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 4, 1. - Παθητ., ἐπὶ συλλογισμῶν, γίνομαι τέλειος (μετασχηματιζόμενος κατὰ τὸ α΄ σχῆμα, ἐπειδὴ κατὰ τὰ ἄλλα σχήματα λέγονται ἀτελεῖς), ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 6 καὶ 7, κ. ἀλλ. 3) Παθ., ὡσαύτως ἐπὶ προφητειῶν, ἐκτελοῦμαι, ἐκπληροῦμαι, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιθ΄, 28. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, φέρω εἰς τελειότητα ἢ ἐντέλειαν, ἐπιγενόμενα δὲ ταῦτα τῷ Δαρείῳ ἐτελέωσέ μιν, ἀπέδειξαν αὐτὸν ἐντελῶς ἄξιον τῆς μοναρχίας, Ἡρόδ. 3. 86· τελειῶσαι λόχον, νὰ ἐπιτύχῃ τὸ σχέδιον τῆς ἐνέδρας, Σοφ. Ο. Κ. 1089. - Παθ., γίνομαι τέλειος, φθάνω εἰς τελειότητα, φθάνω εἰς τὸ τέλος τῶν ἀγώνων μου, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλέκ. 1510· μάλιστα φθάνω εἰς τὴν ἀκμὴν τῆς ἡλικίας μου, Πλάτ. Συμπ. 192Α, Πολ. 466Ε, 487Α, 498Β, κλπ.· (οὕτως ἐπὶ σπόρων, φυτῶν, κλπ., ὡριμάζω, φθάνω εἰς ἀκμήν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 8, 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 2, 6). 2) ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, εἰσέρχομαι εἰς τὴν τελείαν κατάστασιν, γίνομαι τέλειος διὰ τοῦ γάμου, ἔρχομαι εἰς γάμον, Φώτ.· πρβλ. τέλειος ΙΙ. 1. 3) γίνομαι τέλειος, ἐπὶ τῶν ὡς ἀληθῶς Χριστιανῶν, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ια΄, 40., ιβ΄, 23· παρὰ τοῖς Ἐκκλ. ὡσαύτως, φθάνω εἰς τὴν τελειότητα, ἐπὶ μαρτύρων καὶ ἁγίων, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστορ. 3, 35., 7. 16, κλπ., πρβλ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιγ΄, 32· καὶ οὕτως ἁπλῶς, ἀποθνήσκω (ὡς τὸ finire παρὰ Τακίτῳ Ann. 6. 50), Εὐσ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 3. 47. ΙΙΙ. ἀμεταβ., ἀκμάζω, ὡριμάζω, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 7, 10. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σελ. 120.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
accomplir, d’où :
1 achever, réaliser, exécuter : τ. σπονδάς THC exécuter un traité;
2 en gén. mener à terme heureusement : τ. λόχον SOPH organiser une embuscade avec succès ; avec un rég. de pers. faire réussir, acc. ; au Pass., en parl. de pers. arriver au plein développement du corps, de la force physique.
Étymologie: τέλειος.