βρῶμα

From LSJ
Revision as of 15:10, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (abb-1)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρῶμα Medium diacritics: βρῶμα Low diacritics: βρώμα Capitals: ΒΡΩΜΑ
Transliteration A: brō̂ma Transliteration B: brōma Transliteration C: vroma Beta Code: brw=ma

English (LSJ)

ατος, τό, (βιβρώσκω)

   A that which is eaten, food, meat, Hp. VM6, Th.4.26, al.: metaph., Ar.Fr.333: freq. in pl., Hp.VM3, Antiph.246, Pl.Criti.115b, etc.; opp. ὄψα, Sosip.1.30.    II cavity in a tooth, Hp.Epid.4.25, Dse.1.105, Archig. ap. Gal.12.859.    2 moth-eating, in pl., LXX Ep.Je.12.    III pl., filth, ordure, prob. in Ev.Marc.7.19; cf. βρῶμος (B).

German (Pape)

[Seite 467] τό, 1) Speise, Hippocr. u. Com. oft; Thuc. 4, 26; bei Plat. gew. mit πῶμα vrbdn, z. B. Critia. 115 b, wie Xen. Mem. 4, 7, 9. – 2) das Angefressene, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

βρῶμα: τό, (βιβρώσκω) τὸ τρωγόμενον, τροφή, φαγητόν, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Θουκ. 4. 26 κ. ἀλλ.· μεταφορ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 313· ― συχν. κατὰ πληθ., Ἀντιφ. Ἀδήλ. 14, Πλάτ., κτλ.· ἀντίθ. τῷ ὄψα, Σωσίπατ. Καταψ. 1. 30. ΙΙ. πληγὴ καρκινώδης, Ἱππ. 1131Ε· συναπτόμενον τῷ ἰός, παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Βαρούχ, Ϛ', 11)· ― ὀπὴ, «κούφωμα» ἐν ὀδόντι, Διοσκ. 1.141 κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
nourriture, aliment (en général cru).
Étymologie: βιβρώσκω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I frec. en op. a la ‘bebida’
1 alimento sólido πονερόν ἐστι β. τυρός Hp.VM 20, cf. 6, 21, σῖτον ... καὶ οἶνον καὶ τυρὸν καὶ εἴ τι ἄλλο β. Th.4.26, cf. 39, X.Lac.2.5, βρώματος ... ἀπέχεσθαι μηδενός Pl.R.571d, Mnesith.Ath.27b, LXX Ge.6.21, Manes 82.6, β. παραπλήσιον σύκῳ Plb.12.2.6, op. πόμα Hp.Morb.4.35, τί β. ἢ τί πῶμα X.Mem.4.7.9, a ποτόν Hp.Morb.4.36, frec. en plu., Hp.VM 14, τῶν βρωμάτων ὀσμαί Arist.EN 1118a15, cf. 1119a8, βρώματα καὶ πόματα πονηρά Hp.VM 20, cf. Epid.2.11, Pl.Lg.782a, 932e, Phld.Mus.p.51K., πόματα καὶ βρώματα καὶ ἀλείμματα Pl.Criti.115b, βρώματα καὶ ποτά LXX 2Es.3.7, op. γάλα 1Ep.Cor.3.2
gener. víveres, alimentos ἔσται τὰ βρώματα πεφυλαγμένα LXX Ge.41.36, ἀγοράσαι βρώματα LXX Ge.42.7, Eu.Matt.14.15, 14.15, ὁ ἔχων δύο χιτῶνας μεταδότω τῷ μὴ ἔχοντι καὶ ὁ ἔχων βρώματα ὁμοίως ποιείτω Eu.Luc.3.11, cf. Eu.Marc.7.19 (pero cf. βρῶμος)
tb. dicho del alimento de animales βοὺς ἐπὶ φάτνης ἔχων τὰ βρώματα LXX Ib.6.5, cf. PHamb.64.26 (II d.C.)
del maná πνευματικὸν β. 1Ep.Cor.10.3.
2 en hendíadis βρώμασι καὶ θύμασι en fiestas en las que se come, e.e. comidas o banquetes festivos Pl.Lg.953e.
II op. otros platos
1 plato, bocado, vianda, manjar β. τὸ παντανάμικτον Philox.Leuc.(e) 13, ἀπογεύεσθαι ... τῶν παντοδαπῶν τῶν βρωμάτων X.Cyr.1.3.4, μεταλλάξαι διάφορα βρώματα ἔσθ' ἡδύ Antiph.240, cf. Plb.3.57.8, ἐβάρυνε τὰ βρώματα τῆς τραπέζης αὐτοῦ LXX 3Re.12.24p, πινάκιον μεστὸν διαφόρων βρωμάτων SB 7369.17 (VI d.C.)
fig. manjar, exquisitez ἦ μέγα τι βρῶμ' ἐστὶ ἡ τρυγῳδοποιομουσική Ar.Fr.347.
2 prob. plato principal τὰ ὄψα καὶ τὰ βρώματα Sosip.1.30, διαφέρειν τράγημα βρώματος hay que diferenciar el postre del plato principal Arist.Fr.104.
III usos deriv.
1 corrosión οὐ διασῴζονται ἀπὸ ἰοῦ καὶ βρωμάτων LXX Ep.Ie.11.
2 medic. caries dental, Hp.Epid.4.25, Archig. en Gal.12.859, Dsc.1.105.

• Etimología: v. βιβρώσκω.

English (Abbott-Smith)

βρῶμα, -τος, τό (cf. βιβρώσκω), [in LXX chiefly for אֹכֶל;]
food: Ro 14:15, 20 I Co 8:8, 13 10:3; pl., Mt 14:15, Mk 7:19, Lk 3:11 9:13, I Co 6:13, I Ti 4:3, He 9:10 13:9; trop., of spiritual food, Jo 4:34, I Co 3:2 (cf. βρῶσις).†