ὅραμα

From LSJ
Revision as of 17:44, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Θέλω τύχης σταλαγμὸν ἢ φρενῶν πίθον → Melior fortunae guttula artis urceo → Ein Topfen Glück ist mehr wert als ein Fass Verstand

Menander, Monostichoi, 240
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅρᾱμα Medium diacritics: ὅραμα Low diacritics: όραμα Capitals: ΟΡΑΜΑ
Transliteration A: hórama Transliteration B: horama Transliteration C: orama Beta Code: o(/rama

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is seen, visible object, sight, Arist. de An. 428a16, EN1173b18, al. ; sight, spectacle, X.Cyr.3.3.66 ; vision during sleep, dream, LXX Ge.15.1, al., PGoodsp.Cair.3.5 (iii B. C.), UPZ78.37 (ii B. C.), SIG1128 (Delos, ii/i B. C.), Cat.Cod.Astr.8(1).249; ἐν τοῖς ὁράμασι τοῦ θεοῦ Aristid.Or.42(6).8 codd. (ἰάμασι cj. Keil).    II device, plan, τὸ ὅ. Θάλεω (Camer. εὕρημα) Arist.Pol.1259a31, cf. D. Prooem.55.1.

Greek (Liddell-Scott)

ὅρᾱμα: τό, τὸ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν ὁρώμενον θέαμα, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 3, 12, Ἠθ. Ν. 10. 3, 7, κ. ἀλλ.· διά τε τὰ δεινὰ ὁράματα καὶ διὰ τὸν φόβον Ξεν. Κύρ. 3. 3, 66· ἐμφάνισις τῶν θεῶν ἐν ὁρατῇ μορφῇ, Ἀριστείδ. 1. 38. 2) τὸ ἐν ἐκστάσει ἢ καθ’ ὕπνους ὁρώμενον, ὀπτασία, Ἑβδ. (Γένεσ. ΙΕ΄, 1, ΜϚ΄, 2), Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 10, κ. ἀλλ., Κλημέντια 397Β, κλ. ΙΙ. ἀντικείμενον σκέψεως, θεωρία, τὸ ὅρ. Θάλεω (Camer. ὥρημα ἢ εὕρημα) Ἀριστ. Πολιτ. 1. 11, 12. ― Ἐντεῦθεν ὁρᾱμᾰτίζομαι, -τισμός, -τιστής, Ἀκύλας καὶ Συμμ. ἐν Παλ. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

ὁράματος (τό) :
ce que l’on voit, spectacle.
Étymologie: ὁράω.

English (Strong)

from ὁράω; something gazed at, i.e. a spectacle (especially supernatural): sight, vision.