συμπαθής

From LSJ
Revision as of 17:49, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαθής Medium diacritics: συμπαθής Low diacritics: συμπαθής Capitals: ΣΥΜΠΑΘΗΣ
Transliteration A: sympathḗs Transliteration B: sympathēs Transliteration C: sympathis Beta Code: sumpaqh/s

English (LSJ)

ές,

   A affected by like feelings, sympathetic, οὐδεὶς ὁμαίμου -έστερος φίλος Pl.Com.192; σ. ἐστιν ὁ ἀκροατὴς τῷ ᾄδοντι Arist.Pr.921a36, cf. Pol.1340a13; πρὸς τὰ γεννηθέντα συμπαθέστεραι μᾶλλον αἱ μητέρες γίνονται [τῶν τιτθῶν] Sor.1.87, cf. 88.    2 exerting mutual influence, interacting, ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα συμπαθῆ Arist.Phgn.808b19, cf. Epicur.Ep.1p.20U.; νεῦρα ἀλλήλοις σ. AP11.352 (Agath.); sensitive to influence, τὸ ἐν τῇ καρδίᾳ θερμόν . . -έστατον Arist.PA653b6, cf. Thphr.CP1.7.4; of the members of an organism, Hp.Alim.23, Plot.4.5.8; ὁ κόσμος σύμπνους καὶ σ. αὐτὸς αὑτῷ Chrysipp.Stoic.2.264; exciting sympathy, χερῶν σ. ὑπτιασμός Phld.Rh.1.52 S., cf. D.H.2.45: Sup., PHerc.176p.39V.    3 of planets, in concord, Vett.Val.37.14; defined by Serapio in Cat.Cod.Astr.8(4).226.    II Adv. -θῶς sympathetically, Phld. Lib.p.37 O., Cic.Att.12.44.1; τῇ σελήνῃ Str.3.5.8; σ. ἔχειν πρός τινα J.AJ7.10.5; -έστερον ἐρᾶσθαι Arist.Mir.846b9, cf. Plu.2.3c; -έστατα IG12(2).58b33 (Mytil., 1 B.C.).

German (Pape)

[Seite 983] ές, mitleidend, mitempfindend, gleiche Stimmung od Leidenschaft habend; Arist. physiogn. 4; συμπαθέστερος, Plat. com. fr. inc. 19; συμπαθέστατος, Arist. partt. an. 2, 7, mitleidig, συμπαθεῖς ποιεῖν τοὺς ἀναγιγνώσκοντας τοῖς λεγομένοις, Pol. 2, 56, 7, vgl. 10, 14, 10.

Greek (Liddell-Scott)

συμπᾰθής: -ές, ὁ ὑπὸ ὁμοίων αἰσθημάτων κατεχόμενος, συμπαθῶν πρός τινα, συμπαθητικός, οὐδεὶς ὁμαίμου συμπαθέστερος φίλος Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 19· νεῦρα ἀλλήλοις σ. Ἀνθ. Π. 11. 352· σ. ἐστι ὁ ἀκροατὴς τῷ ᾄδοντι Ἀριστ. Προβλ. 19. 40, πρβλ. Πολ. 8. 5, 13· ἡ ψυχή τε καὶ τὸ σῶμα συμπαθῆ ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 4, 2· ἀπολ., συμπαθέστατον ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 7, 19. 2) ὁ διεγείρων συμπάθειαν, Διον. Ἁλ. 2. 45. ΙΙ. Ἐπίρρ. -θῶς, ἐν συμπαθείᾳ, τῇ σελήνῃ Στράβ. 173· σ. ἔχειν πρός τινα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 10, 5· συμπαθέστερον ἐρᾶσθαι Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 163, πρβλ. Πλούτ. 2. 3C· συμπαθέστατα Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2167d.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
I. 1 qui prend sa part de la souffrance d’autrui, qui éprouve de la compassion, de la sympathie;
2 p. ext. qui éprouve les mêmes sentiments que, τινι;
II. qui excite la compassion, la sympathie.
Étymologie: σύν, πάθος.

English (Strong)

from συμπάσχω; having a fellow-feeling ("sympathetic"), i.e. (by implication) mutually commiserative: having compassion one of another.