συνοδεύω

From LSJ
Revision as of 17:51, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοδεύω Medium diacritics: συνοδεύω Low diacritics: συνοδεύω Capitals: ΣΥΝΟΔΕΥΩ
Transliteration A: synodeúō Transliteration B: synodeuō Transliteration C: synodeyo Beta Code: sunodeu/w

English (LSJ)

   A travel in company, Plu.Pomp.40, Charito 2.3, etc.; τινι with one, Act.Ap.9.7, Plu.2.609d, Ach.Tat.7.3.    II Astron., to be in conjunction, σ. τῷ ἡλίῳ Placit.2.29.6, Cleom.1.3, cf. Vett.Val.297.28, etc.    III metaph., have fellowship with, LXX Wi.6.23(25); accompany, "ὦ σ. τῇ κλητικῇ Trypho ap.A.D.Synt.48.19, cf. 89.21; συνοδεῦσαι δεῖ πρὸς ταῦτα αἴσθησίν τε καὶ νοῦν Marcellin.Puls.11.    2 as Pass. or Med., go with, τοῖς λαχάνοις -ευέσθω φύλλα μήκωνος Herod.Med. ap. Orib.Syn.6.32 (v.l.).

Greek (Liddell-Scott)

συνοδεύω: ὁδεύω ὁμοῦ, συνοδοιπορῶ, συμπορεύομαι, Πλουτ. Πομπ. 40, κτλ.· τινί, μετά τινος, ὁ αὐτ. 2. 609D, κτλ.· ἐπὶ ἀστέρος, σ. τῷ ἡλίῳ αὐτόθι 891F, Κλεομήδ., κλπ.· μεταφορ., διαμένω μετά τινος, «συντροφεύω» τινά, συναναστρέφομαι μετά τινος, τινὶ Ἀπολλ. π. Συντάξ. 54, κτλ.

French (Bailly abrégé)

1 faire route avec, τινι;
2 être en conjonction en parl. du soleil, de la lune et de la terre.
Étymologie: σύνοδος.

English (Strong)

from σύν and ὁδεύω; to travel in company with: journey with.