ἄεθλον
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
English (LSJ)
τό, ἄεθλος, ὁ, Ep. and Ion. for ἆθλον, ἆθλος.
German (Pape)
[Seite 38] τό, ep. u. Ion. = ἆθλον, öfter bei Hom., z. B. Iliad. 22, 163 Od. 21, 106, überall in der Bdtg »Kampfpreis«, nie in der Bdtg »Wettkampf«, s. Lehrs Aristarch. 151. – Her. 8, 93 u. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἄεθλον: τό, ἄεθλος, ὁ, Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἆθλον, ἆθλος.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἆθλον.
English (Autenrieth)
(ἀϝεθ.): (1) prize, athlon prize.— (2) prize-contest.
English (Slater)
ἄεθλον (ᾰελτ;γτ;-, ᾰε̄-, αε-. neut. guaranteed, (O. 1.3) (O. 9.108), (P. 10.24), (N. 9.9) )
a prize Τλαπολέμῳ ἵσταται μήλων τε κνισάεσσα πομπὰ καὶ κρίσις ἀμφ' ἀέθλοις (O. 7.80) τοῦτο δὲ προσφέρων ἄεθλον (τὸν ὕμνον. Σ.) (O. 9.108) τὸ δὲ παθεῖν εὖ πρῶτον ἀέθλων (P. 1.99) τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ τόλμᾳ τε καὶ σθένει (P. 10.24) ὅστις ἁμιλλᾶται περὶ ἐσχάτων ἀέθλων κορυφαῖς (N. 10.32) ἔν τ' ἀέθλοισι θίγον πλείστων ἀγώνων (I. 1.18) ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα (I. 3.9) μαρνάσθω τις ἔρδων ἀμφἀέθλοισιν γενεὰν Κλεονίκου ἐκμαθών (I. 5.55)
b contest ?, v. von der Mühll, M. H., 1954, 52. εἰ δἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι (O. 1.3) ἀνὰ δαὐλὸν ἐπαὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν, ἅ τε Φοίβῳ θῆκεν Ἄδραστος i. e. the Pythian games at Sikyon (N. 9.9)