δογματίζω
English (LSJ)
A lay down as an opinion, ἀϊδίους εἶναι Phld.Piet.19; τὰ αἰσχρά Arr.Epict. 3.7.18: abs., S.E.P.1.13, al.; οἱ -οντες, = οἱ δογματικοί, Gal.18(1).270:—Pass., τὰ -όμενα S.E.P.1.18. 2 decree by ordinance, c. inf., D.S.4.83, LXX 1 Es.6.34; of the Roman Senate, J.AJ14.10.22; δ. τινὰ καλήν declare her beautiful, AP9.576 (Nicarch.):—Pass., τὰ δογματισθέντα IG12(3).173.53 (Astypalaea), cf. ib. 14.759.13 (Naples). 3 in Pass., of persons, submit to ordinances, Ep.Col.2.20.
German (Pape)
[Seite 651] einen Beschluß festsetzen; bestimmen; D. Sic. 4, 83; ἐμὲ καλήν, entschied, daß ich schön sei, Nicarch. 11 (IX, 576). Bei K. S. = lehren.
Greek (Liddell-Scott)
δογματίζω: λέγω ὡς γνώμην, προτείνω, Διογ. Λ. 3. 52, Νεμέσ. Φ. Α. 2. 50. - Παθ., Κλήμ. Ἀλ. 324. 2) ἀποφαίνομαι, μετ’ ἀπαρ., Διόδ. 4. 83, Ἑβδ. (1 Ἔσδρ. Ϛ΄, 33)˙ δ. τινὰ καλὴν Ἀνθ. Π. 9. 576. - Παθ., τὰ δογματισθέντα Συλλ. Ἐπιγρ. 2485. 47, πρβλ. 5785. 13. 3) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ προσώπων, ὑποβάλλω ἐμαυτόν, ὑποτάσσομαι εἰς διατάγματα, Ἐπ. π. Κολοσσ. β΄, 20.
French (Bailly abrégé)
soutenir une opinion.
Étymologie: δόγμα.
Spanish (DGE)
I 1fil. y cien. afirmar, mantener, profesar como principio κενὴν τὴν λύπην καὶ τὴν χαράν Phld.Elect.3.18, τὴν μονάδα ... Πυθαγόρας ἐδογμάτισεν Io.D.Haer.5, Thphl.Ant.Autol.2.4, τὰ αἰσχρά, ποιῶν τὰ καλά Arr.Epict.3.7.18, c. ac. int. τοιάδε τινὰ καὶ περὶ φαντασίας καὶ αἰσθήσεως de los estoicos, D.L.7.53, ἐκεῖνος ... περὶ δικαιοσύνης ... δογματίζει μὲν οὐδέν Aristid.Pro.140.9, οὐδὲν ὁρικῶς δογματίζει περὶ τὴν ἀπόφασιν D.L.9.71, c. or. complet. Στωϊκοὶ ... τὸν θεὸν εἰς πῦρ ἀναλύεσθαι δογματίζουσι Iust.Phil.1Apol.20.2, δογματίζει ὡς δεῖ ... Sch.A.Th.188a, en v. pas. τὰ δογματιζόμενα ideas o teorías basadas en principios generales S.E.P.1.18.
2 intr. atenerse a principios doctrinales fijos τὸ μὴ δογματίζειν propio de los escépticos, S.E.P.1.12, cf. 13, οἱ δογματικοί φασιν αὐτοὺς ... δογματίζειν D.L.9.102, οἱ δογματίζοντες los dogmáticos ref. la escuela médica, Gal.18(1).270, c. part. τὰ Σωκράτους ... λέγων Πλάτων δογματίζει Platón formula sus propias ideas por boca de Sócrates D.L.3.52.
II en la esfera polít. decretar c. inf. u otra complet. ἐγὼ βασιλεὺς Δαρεῖος δεδογμάτικα ... κατὰ ταῦτα γίγνεσθαι LXX 1Es.6.33, cf. Es.3.9, ἐδογμάτισαν πάντες μετὰ κοινοῦ ψηφίσματος μηδαμῶς ἐᾶσαι LXX 2Ma.15.36, cf. 10.8, τῆς συγκλήτου δεδογματικείας καὶ τὸν ἀδικοῦντα καὶ τὸν ἐνκαλοῦντα ... κρίνεσθαι IClaros 1.M.1.42 (II a.C.), ὁ σύγκλητος τῶν Ῥωμαίων ... χρυσοφορεῖν ἐδογμάτισε τῇ Ἀφροδίτῃ D.S.4.83, ἐδογμάτισεν ὁ σύγκλητος ... ὅπως ... I.AI 14.249, en v. pas. ἐδογματίσθη πάντας ἀποκτεῖναι LXX Da.2.13, cf. 1Ep.Clem.20.4, τὰ περὶ συμμαχίας δογματισθέντα IG 12(3).173.53 (Astipalea II a.C.), cf. INap.43.13 (I a./d.C.), c. ac. ὅσα τε ὑπὲρ τούτου τοῦ πράγματος ἡ σύγκλητος δογματίσῃ FD 4.37B.16 (II/I a.C.), en v. pas. ἀπὸ πόρων τῶν δογματισθέντων ὑπὸ τῶν ἀρχόντων SEG 6.810.9 (Pafos III d.C.)
•fig. c. dos ac. Πάρις ... οὐ σὲ καλήν, ἀλλ' ἔμ' ἐδογμάτισεν Paris decretó que tú no eres la bella, sino yo (habla Afrodita) AP 9.576 (Nicarch.).
III en lit. crist. afirmar, manifestar doctrinalmente según la Escritura κόκκῳ ... σινάπεως ἐοικέναι τὸν λόγον ὁ Κύριος ἐδογμάτισεν el Señor dijo que la palabra se parecía a un grano de mostaza, Const.App.3.5.5, cf. Gr.Naz.M.36.444A, Aug.C.Faust.11.1
•según concilios o sínodos afirmar como dogma ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν δογματίζομεν ref. Cristo, Gr.Naz.Ep.101.13, cf. CCarth.(256) Act.1.161A, Marcian.Imp.Ep.Nic.2 (p.30), Chrys.M.61.163, ἀσώματον αὐτὸν δογματίσαι τὸν θεόν Socr.HE 6.7.4, en v. pas. τοῖς ἐν συνοδικῷ γράμματι κανονικῶς δεδογματισμένοις en concilios eclesiásticos, Basil.Ep.92.3, cf. CEph.(449) Act.864
•peyor. dogmatizar dicho de antagonistas doctrinales, herejes αὐτοὺς δὲ μὴ διὰ πράξεως ... σωθήσεσθαι δογματίζουσιν Iren.Lugd.Haer.1.6.2, cf. Clem.Al.Strom.7.15.89, Hom.Clem.3.3, Eus.E.Th.1.7, δύο δὲ φύσεις ... δογματίζουσι τοῦ ἑνὸς Χριστοῦ Paul.Sam.Fr. en Pamph.Mon.Solut.12.195, cf. Eust.Mon.Ep.6, en v. pas. τί ὡς ζῶντες ἐν κόσμῳ δογματίζεσθε; ¿por qué dejáis que os dogmaticen como si estuviérais vivos?, Ep.Col.2.21.
English (Strong)
from δόγμα; to prescribe by statute, i.e. (reflexively) to submit to, ceremonially rule: be subject to ordinances.
English (Thayer)
to decree, command, enjoin, lay down an ordinance: Diodorus 4,83, etc.; Sept. (not Theod.) δογματίζομαι); ordinances are imposed upon me, I suffer ordinances to be imposed upon me: R. V. do ye subject yourselves to ordinances; 150, Winer s Grammar, § 39,1a.; Buttmann, 188 (163) Meyer or Lightfoot at the passage).