τετράμηνος

From LSJ
Revision as of 18:07, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰμηνος Medium diacritics: τετράμηνος Low diacritics: τετράμηνος Capitals: ΤΕΤΡΑΜΗΝΟΣ
Transliteration A: tetrámēnos Transliteration B: tetramēnos Transliteration C: tetraminos Beta Code: tetra/mhnos

English (LSJ)

ον, (μήν)

   A of four months, lasting four months, σπονδαί Th.5.63; τετράμηνοι ὀχεύουσι at four months old, Arist.HA545b1; τετράμηνον for a space of four months, ib.573a13, cf. PCair.Zen.291,498 (iii B.C.), etc.; ἡ πρώτη τ. SIG410.4 (Erythrae, iii B.C.); so τετράμηνα Hp.Aph.4.1: Boeot. πετράμεινος (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

τετράμηνος: [ᾰ], -ον, (μὴν) ὁ ἐκ τεσσάρων μηνῶν ἀποτελούμενος, ἐπὶ τέσσαρας μῆνας διαρκῶν, σπονδαὶ Θουκ. 5. 63· τετράμηνοι ὀχεύουσι, εἰς ἡλικίαν τεσσάρων μηνῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 12· τετράμηνον, χρονικὸν διάστημα τεσσάρων μηνῶν, αὐτόθι 6. 18, 22· οὕτω τετράμηνα Ἱππ. Ἀφ. 1249.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de quatre mois, qui dure quatre mois.
Étymologie: τέσσαρες, μήν².

English (Thayer)

τετράμηνον (from τέτρα, which see, and μήν; cf. Lob. ad. Phryn., p. 549), of four months, lasting four months: τετράμηνος ἐστιν, namely, χρόνος, τετράμηνον ἐστιν, as in Alex.; Thucydides, Aristotle, Polybius, Plutarch, others.)