τροφός

From LSJ
Revision as of 18:11, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροφός Medium diacritics: τροφός Low diacritics: τροφός Capitals: ΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: trophós Transliteration B: trophos Transliteration C: trofos Beta Code: trofo/s

English (LSJ)

ὁ and ἡ, (τρέφω)

   A feeder, rearer, Hom. only in Od. and always fem. of a nurse, φίλη τ. Εὐρύκλεια 2.361, al., cf. Hdt.2.156,6.61, LXX Ge.35.8, PCair.Zen.292.157 (iii B. C.), Glotta 16.274 (Egypt), Sor.1.105, al., Gal.6.36, etc.; ἡ τ. βασιλέως Sammelb.4980 (i B. C.); of a mother, S.Aj.849.—The masc. was usu. τροφεύς (q. v.); but τροφός as masc. occurs in E.HF45, El.409, Pl.Plt.268a, 268c.    2 metaph., of a city, Συράκοσαι, ἀνδρῶν ἵππων τε δαιμόνιαι τροφοί Pi.P. 2.2; Γῇ τε μητρί, φιλτάτῃ τροφῷ A.Th.16; αἵματ' ἐκποθένθ' ὑπὸ χθονὸς τροφοῦ Id.Ch.66 (lyr.), cf. S.OT1092 (lyr.), OC760; μήτηρ ἁπάντων γαῖα καὶ κοινὴ τ. Men.Mon.617; νὺξ ἄστρων τ. E.El.54; τὴν γεωργίαν τῶν ἄλλων τεχνῶν μητέρα καὶ τ. X.Oec.5.17, cf. Pl.Plt.267d; of Miletus, τ. τοῦ . . Ἀπόλλωνος SIG906A5 (iv A. D.).    3 in neut., τὸ τροφόν that which nourishes, Pl.Plt.289a.    4 τροφός, ἡ, name of a plaster, Orib.Fr.99.    II Pass., nursling, τροφοί· ἀντὶ τοῦ θρέμματα (Meineke τροφαί), Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

τροφός: ὁ, καὶ ἡ, (τρέφω) ὁ τρέφων, ἀνατρέφων, Ὅμ., μόνον ἐν τῇ Ὀδ. καὶ ἀείποτε ὡς θηλ. ἐπὶ τροφοῦ, φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια Β. 361, κ. ἄλλ.· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 2. 156., 61, καὶ συχν. παρ’ Ἀττικ.· ἐπὶ μητρός, Σοφ. Αἴ. 849, Ο. Κ. 760. - Τὸ ἀρσεν. κυρίως ἦν ἐν χρήσει ἐν τῷ τύπῳ, τροφεύς, Λοβεκ. Παραλ. 316· ἀλλὰ καὶ τροφὸς ὡς ἀρσεν. ἀπαντᾷ ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 45, ἐν Ἠλ. 409, Πλάτ. Πολιτ. 268Α, Β. 2) μεταφορ. ἐπὶ πόλεως, Συράκουσαι, ἀνδρῶν ἵππων τε δαιμόνιαι τροφοὶ Πινδ. Π. 2. 5· γῇ τε μητρί, φιλτάτῃ τροφῷ Αἰσχύλ. Θήβ. 16· αἵμαθ’ ἐκποθένθ’ ὑπὸ χθονὸς τροφοῦ ὁ αὐτ. ἐν Χο. 66, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1092· μήτηρ ἁπάντων γαῖα καὶ κοινὴ τρ. Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 617· νὺξ ἄστρων τρ. Εὐρ. Ἠλ. 54· τὴν γεωργίαν τῶν ἄλλων τεχνῶν μητέρα καὶ τρ. Ξενοφ. Οἰκ. 5, 17, πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 267D. 3) ἐν τῷ οὐδετ., τὸ τροφόν, τὸ τρέφον, ἡ τροφή, αὐτόθι 289Α. ΙΙ. Παθ. «τροφοί· θρέμματα» (ὁ Meineke τροφαί) Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui nourrit, qui élève ; ἡ τροφός nourrice.
Étymologie: τρέφω.

English (Autenrieth)

nurse. (Od.)

English (Slater)

τροφός (ἡ)
   1 nurse Ἀρσινόα Κλυταιμήστρας χειρῶν ὕπο κρατερᾶν ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος (P. 11.18) ]τροφος fr. 51f. c. met., ὦ Συράκοσαι, ἀνδρῶν ἵππων τε σιδαροχαρμᾶν δαιμόνιαι τροφοί (P. 2.2) πέραν Ἀ[θόω] Παιόνων αἰχματᾶν[ ]ς ζαθέας τροφοῦ (Pae. 2.63) κατέβαν στεφάνων καὶ θαλιᾶν τροφὸν ἄλσος Ἀπόλλωνος (Pae. 6.14)

Spanish

alimentador

English (Strong)

from τρέφω; a nourisher, i.e. nurse: nurse.

English (Thayer)

τροφου, ἡ (τρέφω; see τροφή), a nurse: Homer down; for מֵינֶקֶת, Isaiah 49:23.)