χρηματοποιός
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
όν,
A money-making, money-getting, Ar. Ec.442; τέχνη X.Oec.20.15.
German (Pape)
[Seite 1374] Vermögen verschaffend, gewährend; Ar. Eccl. 442; Xen. Oec. 20, 15.
Greek (Liddell-Scott)
χρημᾰτοποιός: -όν, ὁ χρημάτων ποριστικός, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 442· τέχνη Ξεν. Οἰκ. 20, 15.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui procure des richesses, de l’argent.
Étymologie: χρῆμα, ποιέω.
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός με τον οποίο αποκτά κανείς χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆμα, χρήματος + -ποιός].