ψίλωση

From LSJ
Revision as of 06:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195

Greek Monolingual

η / ψίλωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[ψιλῶ / -ώνω]]
1. (σχετικά με έκταση) απογύμνωση από δένδρα
2. αφαίρεση τριχών, αποψίλωση, μάδημα
νεοελλ.
α) παθολογική πτώση τών μαλλιών, αλωπεκία
β) επίμονη διάρροια
νεοελλ.-μσν.
γραμμ. η χρήση του ψιλού πνεύματος, της ψιλής
αρχ.
1. αφαίρεση φύλλων ή φτερών
2. (σχετικά με οστά) απογύμνωση από σάρκα («ὀστέων ψίλωσις», Ιπποκρ.).