ὠκυεπής
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English (LSJ)
ές,
A quick-speaking, of Apollo, AP9.525.25.
Greek (Liddell-Scott)
ὠκυεπής: -ές, γεν. έος, ὁ ταχέως ὁμιλῶν, Ἀπόλλων Ἀνθ. Παλατ. 9.525.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
à la parole agile.
Étymologie: ὠκύς, ἔπος.
Greek Monolingual
-ές, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που μιλά γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -επής (< ἔπος «λόγος»), πρβλ. πολυ-επής].