χρυσοπέδιλος
From LSJ
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
English (LSJ)
ον,
A gold-sandalled, epith. of Hera, Od.11.604, Hes.Th.454; of Eos, Sapph.18.
German (Pape)
[Seite 1381] mit goldenen Sohlen, Schuhen; Hera, Od. 11, 604; Hes. Th. 454. 952; Rufin. 26 (V, 69).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοπέδῑλος: -ον, ὁ φορῶν χρυσᾶ πέδιλα, ἐπίθ. τῆς Ἥρας, Ὀδ. Λ. 604, Ἡσ. Θεογ. 454· τῆς Ἠοῦς, Σαπφὼ 21 (12)· οὔτως ὁ Ἑρμῆς καὶ ἡ Ἀθηνᾶ φοροῦσι πέδιλα ἀμβρόσια, χρύσεια Ἰλ. Ω. 340, Ὀδ. Α. 96.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux chaussures d’or (Héra).
Étymologie: χρυσός, πέδιλον.
Spanish
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που φορεί χρυσά πέδιλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -πέδιλος (< πέδιλον «σανδάλι»), πρβλ. ἀδαμαντο-πέδιλος].