ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
η / χωριατία, ΝΜ χωριάτης
έλλειψη καλής συμπεριφοράς, απρέπεια, αγένεια
νεοελλ.
συνεκδ. το σύνολο των χωρικών, οι χωριάτες («μαζεύτηκε όλη η χωριατιά για να γιορτάσει»)
μσν.
βαριά προσβολή εις βάρος κάποιου.