άζηλος
From LSJ
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
Greek Monolingual
και άζουλος -η, -ο (Α ἄζηλος, -ον)
ο μη αξιοζήλευτος, αυτός που δεν τον ζηλεύει κανείς
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ζήλο, κλίση σε κάτι
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει μεγάλη αξία, ο μη αξιόλογος
2. δυστυχής, θλιβερός, καταθλιπτικός («ἄζηλον γῆρας»)
3. αυτός που δεν φθονεί κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + ζῆλος.
ΠΑΡ. αζηλία].