μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves
1. αισθάνομαι αηδία για κάποιον ή κάτι, αποστρέφομαι, σιχαίνομαι2. προκαλώ αηδία, αποστροφή σε κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < αηδία.ΠΑΡ. αηδίασμα, αηδιασμός, αηδιαστικός].