αιγλήεις
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
αἰγλήεις, -εσσα, -ῆεν (Α) αἴγλη
1. ακτινοβόλος, λαμπρός, αστραφτερός
2. (το ουδ. ως επίρρ.) αἰγλῆεν λαμπρά.