Search results
From LSJ
- πυρὶ Εὐρ. Τρῳ. 1274. 2) μεταφορ., ἀνεπαισθήτως καταφλέγω, ἐξάπτω, οἱ δὲ καλοὶ καὶ τοὺς ἄπωθεν θεωμένους ὑφάπτουσιν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 5. 1. 16. ΙΙ. ἀνάπτω6 KB (512 words) - 14:47, 16 November 2024
- word; a harbor: haven. Compare Καλοὶ Λιμένες. λιμένος, ὁ (allied with λίμνη, which see; from Homer down), a harbor, haven: καλοί λιμενες, p. 322{a}. ο (AM λιμήν24 KB (1,899 words) - 15:22, 16 November 2024
- τρώσει νιν οἶνος E.Cyc.422; so of love, ἐπεί μ' ἔρως ἔτρωσεν Id.Hipp.392; οἱ καλοὶ τ. X.Mem.1.3.13; of a person, τρώσασαν ἡμᾶς having injured us, E.Hipp.703;17 KB (1,516 words) - 14:24, 16 November 2024
- Pl.Phdr.274a:—in political sense, aristocrats, especially in the phrase καλοὶ κἀγαθοί (v. sub καλοκἀγαθός). 2 brave, valiant, since courage was attributed96 KB (10,331 words) - 15:31, 16 November 2024
- 260, cf. 264; ὅθι τ' Ἠοῦς ἠριγενείης οἰκία καὶ χοροί εἰσι 12.4; Νυμφέων καλοὶ χ. ἠδὲ θόωκοι ib.318; at Sparta the ἀγορά was called χορός, Paus.3.11.9;45 KB (4,431 words) - 14:59, 25 November 2024
- και εξίσου) 1. σε ίση ποσότητα 2. κατά ίσο βαθμό («και οι δύο είστε εξίσου καλοί»). [ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φράση εξ ίσου].411 bytes (33 words) - 07:10, 29 September 2017
- sources: Ion. and Ep. θῶκος, Ep. also θόωκος, ὁ, A seat, chair, Νυμφέων καλοὶ χοροὶ ἠδὲ θόωκοι Od.12.318; θεῶν δ' ἐξίκετο θώκους Il.8.439; θῶκοι ἀμπαυστήριοι15 KB (1,482 words) - 07:33, 13 November 2024
- Her. 6, 122; ταφῆς καλῆς τε καὶ μεγαλοπρεποῦς τυγχάνει Plat. Menex. 234 c; καλοὶ λόγοι καὶ μεγαλοπρεπεῖς Conv. 210 d; Prot. 338 a u. öfter; λέξις, Arist.9 KB (787 words) - 13:00, 21 September 2023
- appearance, pretty, graceful, LXX Ex.2.2, al.; οἱ μικροὶ ἀ. καὶ σύμμετροι, καλοὶ δ' οὔ Arist.EN1123b7; handsome, LXX Jd.3.17 (of Eglon): in Comedy, of dainty27 KB (2,641 words) - 14:25, 18 October 2023
- ἐνέδησεν, »die Taue zum Aufziehen u. Niederlassen der Segel« erkl.; Her. οἱ κάλοι τοῦ ἱστίου 2, 36 u. öfter; θύρη κάλῳ δεδεμένη 2, 96; πρυμνήτης κάλως Eur15 KB (1,529 words) - 14:26, 16 November 2024
- 原文音譯:Kalo⋯ 卡睞 詞類次數:專有名詞(1) 原文字根:完美的-湖 字義溯源:佳澳,佳;革哩底島南岸一海口鎮,保羅坐船到羅馬去,曾路經該地。字義:美港,由(καλός)*=美好的)與(λιμήν)*=港)組成 出現次數:總共(1);徒(1) 譯字彙編: 1) 佳(1) 徒27:8461 bytes (87 words) - 13:55, 3 October 2019
- plural of καλός and λιμήν; Good Harbors, i.e. Fairhaven, a bay of Crete: fair havens. (οἱ) Beaux-Ports, port du sud de la Crète καλός, λιμήν244 bytes (27 words) - 19:00, 17 October 2022
- νεόθηρος: -ον, = νεοθήρευτος, χαίρετέ μοι φι(λ)όθεοι καὶ καλοὶ νεόθηροι Ἐπιγρ. Ἀπαμείας L. et W. 1703. νεόθηρος, -ον (Α) 1. νεοθήρευτος 2. αυτός που προσηλυτίστηκε692 bytes (37 words) - 10:30, 10 May 2023
- ἰδέᾳ καλός, schön von Ansehen, Ol. 1, 103, καλὸς τὴν ὄψιν Ath. XII, 517 e; καλοὶ τὰ σώματα Xen. Mem. 2, 6, 30; εἶδος κάλλιστος Cyr. 1, 2, 1; μορφὴ καλή Soph124 KB (12,947 words) - 17:42, 22 November 2024
- 4.4.1, Ath.1.5, Plb.22.4.3, οἱ βέλτιστοι τῶν πολιτῶν identificados con καλοὶ κἀγαθοί X.HG 2.3.19 •en la corte persa la élite que rodea al rey, X.Cyr.811 KB (1,186 words) - 14:57, 25 October 2024
- Ἀγμ. 766· ἐπ. γενέσθαι ἐπιεικεῖς, οἵτινες εἶναι πιθανὸν ὅτι θὰ ἀποδειχθῶσι καλοὶ ἄνθρωποι, Πλάτ. Θεαίτ. 143D· πολλοὶ ἐπίδοξοι τωὐτὸ τοῦτο πείσεσθαι, πιθανὸν9 KB (784 words) - 08:00, 27 March 2024
- ὡς φαίνεται, προέκυψεν ἐν τοῦ καλοκαγαθία. -Αἱ φράσεις: καλὸς κἀγαθός, καλοὶ κἀγαθοὶ φαίνεται ὅτι κατ’ ἀρχὰς ἐλέγοντο περὶ τῶν εὐπατριδῶν ἢ ἐπιφανῶν ἀνδρῶν4 KB (361 words) - 14:35, 14 October 2022
- εἷλον διώκων = gané al corredor Faulo e.d. le gané un juicio Ar.V.1206, καλοὶ οὓς ποιεῖς δρομέας τε καὶ παλαιστάς en estatua, X.Mem.3.10.6, δ. παράδοξος4 KB (482 words) - 13:04, 23 March 2024
- connotation, of the baser sort, E.Supp.424; οἱ λεγόμενοι πονηροί Pl.R.519a; opp. καλοὶ κἀγαθοί, Isoc.15.100,316, cf. Ar.Eq.186.—On the variation of accent, πονηρός31 KB (3,392 words) - 17:31, 21 November 2024
- καίω, πυρπολώ κάτι από κάτω αρχ. 1. μτφ. διεγείρω, εξάπτω κάπως («οἱ δὲ καλοὶ καὶ τοὺς ἄπωθεν θεωμένους ὑφάπτουσιν», ΚΔ) 2. μέσ. (συν. με τη λ. δειρήν)983 bytes (76 words) - 12:53, 29 September 2017