διαχλευάζω

From LSJ

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαχλευάζω Medium diacritics: διαχλευάζω Low diacritics: διαχλευάζω Capitals: ΔΙΑΧΛΕΥΑΖΩ
Transliteration A: diachleuázō Transliteration B: diachleuazō Transliteration C: diachlevazo Beta Code: diaxleua/zw

English (LSJ)

strengthened for χλευάζω, c.acc., D.50.49, Pl.Ax.364b: abs., Plb.30.22.12.
2 deceive, τοὺς ὠνουμένους Gp.7.7.5.

Spanish (DGE)

1 burlarse de, mofarse de c. ac. de pers. τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον Pl.Ax.364b, cf. D.50.49, Plb.18.4.4, 32.2.5, I.AI 15.220, Longin.29.1, Eus.VC 3.1.2, Chrys.M.60.661, c. ac. de abstr. τὸν λόγον Gr.Nyss.Eun.1.549
abs. Act.Ap.2.13, Origenes Cels.4.38, Sch.Ar.Nu.449c
fig. ἡ τύχη διαχλευάζει τὰ ἀνθρώπεια Procop.Goth.4.33.24.
2 engañar τοὺς ὠνουμένους Gp.7.7.5.

German (Pape)

[Seite 613] = simplex, τινά, Dem. 50, 49; Pol. 17, 4, 4, öfter; Ath. XV, 694 e.

Russian (Dvoretsky)

διαχλευάζω: высмеивать, осмеивать (τινά Plat., Dem., Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

διαχλευάζω: ἐπιτεταμ. χλευάζω, μετ’ αἰτιατ., Δημ. 1221. 26, Πλάτ. Ἀξ. 364B· ἀπολ., Πολύβ. 30. 13, 12.

Greek Monolingual

διαχλευάζω (AM) (επιτατ. του χλευάζω)
μσν.
εξαπατώ, ξεγελώ («τινὲς δὲ διαχλευάζειν βουλόμενοι τοὺς ὠνουμένους», Γεωπονικά)
αρχ.
περιπαίζω.

Greek Monotonic

διαχλευάζω: επιτετ. τύπος του χλευάζω, σε Δημ.

Middle Liddell

[strengthened for χλευάζω Dem.]

Chinese

原文音譯:cleu£zw 赫留阿索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:嘲弄
字義溯源:反唇相譏,嘲弄,譏誚;或源自(χεῖλος)=唇),而 (χεῖλος)出自(χάσμα)=深坑), (χάσμα)又出自(χάσμα)X=裂開*)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 譏誚的(1) 徒17:32

French (New Testament)

se moquer, railler
[διά, χλευάζω]