εἰδωλολάτρης
English (LSJ)
εἰδωλολάτρου, ὁ, ἡ, idol worshipper, idolater, ib. 5.10, etc.
Spanish (DGE)
εἰδωλολάτρου, ὁ idólatra μὴ συναναμίγνυσθαι πόρνοις ... καὶ ἅρπαξιν ἢ εἰδωλολάτραις no tratar con fornicadores ... ni con saqueadores o idólatras 1Ep.Cor.5.10, cf. Apoc.21.8, de crist. que consultaban a falsos profetas, Herm.Mand.11.4, μετὰ τελωνῶν καὶ εἰδωλολατρῶν ἀνεκλίθη dicho de Cristo, Manes 92.13, cf. 93.5, identificado con el hombre avaro, Gr.Naz.M.37.883A, εἰδωλολάτρας ... μιμούμενος Amph.Seleuc.205, ἔστιν ἀκάθαρτος ὁ εἰ. Chrys.M.61.154.
German (Pape)
[Seite 725] ὁ, Götzendiener, N.T. u. K. S.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
εἰδωλολάτρης: εἰδωλολάτρου ὁ идолопоклонник NT.
Greek (Liddell-Scott)
εἰδωλολάτρης: εἰδωλολάτρου, ὁ, ἡ, ὁ λατρεύων, προσκυνῶν εἴδωλα, Ἐπιστ. π. Κορινθ. Α. ε΄, 10, κτλ.
English (Strong)
from εἴδωλον and the base of λατρεύω; an image- (servant or) worshipper (literally or figuratively): idolater.
English (Thayer)
ἐιδωλολατρου, ὁ (εἴδωλον, and λάτρις i. e. a hireling, servant, slave), a worshipper of false gods, an idolater, (Tertullian idololatres): Prayer of Manasseh, as a worshipper of Mammon, Winer's Grammar, 100 (94 f)).)
Greek Monolingual
ο (θηλ. ειδωλολάτρισσα) (Α εἰδωλολάτρης, ο, η, θηλ. και εἰδωλολάτρις
Μ εἰδωλολάτρης, θηλ. εἰδωλολάτρισσα)
αυτός που λατρεύει τα είδωλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < είδωλον + -λάτρης < λάτρον. Η λ. ειδωλολάτρης πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην Καινή Διαθήκη παράλληλα με τη λ. εθνικός για να δηλώσει αυτόν ο οποίος δεν είναι οπαδός μονοθεϊστικής θρησκείας εν αντιθέσει προς τον χριστιανό και παλαιότερα τον Ιουδαίο. Η λ. εθνικός είναι αρχαία και αρχικά δήλωνε αυτόν που ανήκει στο έθνος αλλά αργότερα χρησιμοποιήθηκε από τους Ιουδαίους συγγραφείς ως χαρακτηρισμός για κάθε μη Ιουδαίο και έπειτα από τους χριστιανούς για κάθε μη χριστιανό (βλ. και λ. έθνος). Μεταξύ τών δύο λέξεων δεν υπάρχει σαφής διάκριση, αλλά πιθ. η λ. ειδωλολάτρης είχε εντονότερα μειωτική σημασία, όπως δείχνει και ο σχηματισμός της: «αυτός που λατρεύει τα είδωλα, τα ομοιώματα». Στη νέα Ελληνική χρησιμοποιείται κυρίως η λ. ειδωλολάτρης, από την οποία προήλθαν οι ευρέως διαδεδομένοι τύποι τών άλλων γλωσσών
πρβλ. λατ. εκκλ. idolatre, αγγλ. idolater, γαλλ. idolatre].
Greek Monotonic
εἰδωλολάτρης: εἰδωλολάτρου, ὁ, ἡ (λάτρις), αυτός που προσκυνά τα είδωλα, ειδωλολάτρης, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
εἰδωλο-λάτρης, εἰδωλολάτρου, λάτρις
an idol-worshipper, idolater, NTest.
Chinese
原文音譯:e„dwlol£trhj 誒多羅-拉特雷士
詞類次數:名詞(7)
原文字根:覺察 全部-神聖 事奉(者)
字義溯源:偶像崇拜者,拜偶像;由(εἴδωλον)=偶像)與(λατρεύω)=事奉,服伺)組成;其中 (εἴδωλον)出自(εἶδος)=觀察), (εἶδος)出自(οἶδα)*=看見);而 (λατρεύω)出自(λατρεύω)Y*=賤僕)。偶像與神是敵對的,所以拜偶像的不能承受神的國( 林前6:9,10)
出現次數:總共(7);林前(4);弗(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 拜偶像的(7) 林前5:10; 林前5:11; 林前6:9; 林前10:7; 弗5:5; 啓21:8; 啓22:15
Mantoulidis Etymological
Translations
idolater
Arabic: وَثَنِيّ, وَثَنِيَّة; Armenian: կռապաշտ; Azerbaijani: bütpərəst; Belarusian: ідалапаклоннік, ідалапаклонніца, балвахвал; Bulgarian: идолопоклонник, идолопоклонница; Catalan: idòlatra; Chinese Mandarin: 偶像崇拜者; Czech: modlář, modloslužebník; Esperanto: idolano; Finnish: epäjumalanpalvoja, kuvainpalvoja; French: idolâtre; German: Götzenanbeter, Götzenanbeterin, Götzendiener, Götzendienerin; Greek: ειδωλολάτρης, ειδωλολάτρισσα; Ancient Greek: εἰδωλομανής, εἰδωλολάτρης, εἰδωλολάτρις, εἰδωλόλατρος, εἰδωλιανός, εἰδωλόδουλος; Hebrew: עובד כוכבים ומזלות; Hungarian: bálványimádó; Irish: íoltóir, íoladhraitheoir; Italian: idolatra; Kazakh: пұтпарас, пұтқа табынушы; Kyrgyz: бутпарас; Macedonian: идолопоклоник, идолопоклоничка; Middle English: ydolatrer; Occitan: idolatra; Old English: dēofolġielda; Persian: بتپرست; Polish: bałwochwalca, bałwochwalczyni; Romanian: idolatru, idolatră; Russian: идолопоклонник, идолопоклонница; Slovak: modlár, modlárka, modloslužobník, modloslužobníčka; Spanish: idólatra; Swedish: avgudadyrkare; Tajik: бутпараст; Turkish: putperest; Turkmen: butparaz; Ukrainian: ідолопоклонник, ідолопоклонниця, ідолові́рець; Uyghur: بۇتپەرەس; Uzbek: butparast