κόνικλος
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
v. κούνικλος.
German (Pape)
[Seite 1481] Ael. H. A. 13, 15, auch κούνικλος und κύνικλος, ὁ, cuniculus, Kaninchen.
French (Bailly abrégé)
c. κούνικλος.
Greek (Liddell-Scott)
κόνικλος: ἴδε ἐν λ. κύνικλος.
Greek Monolingual
ο (Α κόνικλος και κύνικλος)
κουνέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cuniculus «κουνέλι»].