μαρυκάομαι

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾱρυκάομαι Medium diacritics: μαρυκάομαι Low diacritics: μαρυκάομαι Capitals: ΜΑΡΥΚΑΟΜΑΙ
Transliteration A: marykáomai Transliteration B: marykaomai Transliteration C: marykaomai Beta Code: maruka/omai

English (LSJ)

μαρυκισμός, Dor. for μηρυκισμός. μαρύομαι, Dor. for μηρύομαι.

German (Pape)

[Seite 97] u. μαρύκημα, τό, μαρύομαι, dor. = μηρυκάομαι u. μηρύκημα, μηρύομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μᾱρυκάομαι: μᾱρύκημα, τό, Δωρ. ἀντὶ μηρυκ-.

Greek Monotonic

μᾱρυκάομαι: μᾱρύκημα, τό, Δωρ. αντί μηρυκ-.