Search results

  • πρόβατο 2. ο άκακος, ο μαλακός 3. φρ. α) «μαλακός σαν αρνί» (πρβλ. «ἀρνίου μαλακώτερος») β) «τον έκανα αρνί» — τον ηρέμησα ή τον εξημέρωσα αρχ.-μσν. μτφ. ο Ιησούς
    1 KB (73 words) - 11:10, 23 December 2018
  • ἀρνί: βλ. ἀρνός. (τὸ) réc. p. ἀρνίον
    113 bytes (7 words) - 18:45, 17 October 2022
  • (ὁ) Arni, ancêtre de Jésus
    51 bytes (5 words) - 18:55, 17 October 2022
  • αφομοιώσεως. Στη Ν. Ελληνική επικράτησε, αντί του αμνός, ο τ. αρνί: ἀρήν, ἀρν-ὸς > ἀρνί-ον υποκορ. > αρν-ί (πρβλ. παῖς, παιδ-ὸς > παιδ-ίον > παιδ-ί), ενώ
    14 KB (1,463 words) - 15:00, 15 March 2024
  • σχοινί» — δεν πρέπει να θυμίζει κανείς ενοχές ή επώδυνες εμπειρίες β. «κάθε αρνί απ' το ποδάρι του θα κρεμαστεί» — ο καθένας με την τύχη του μσν. 1. βρίσκομαι
    8 KB (583 words) - 13:55, 23 August 2021
  • ανθρώπους που σφετερίζονται τους κόπους τών απόρων β) «είναι και φτωχό τ'αρνί, έχει και πλατιά ουρά» — λέγεται για ανθρώπους ανόητους που κομπάζουν γ)
    6 KB (395 words) - 13:00, 29 September 2017
  • Georgian: ბატკანი, კრავი; German: Lamm; Gothic: 𐍅𐌹𐌸𐍂𐌿𐍃, 𐌻𐌰𐌼𐌱; Greek: αρνί; Ancient Greek: ἀμνά, ἀμνάς, ἀμνή, ἀμνίς, ἀμνός, ἀρήν, ἀρνίον, ἀρνός, φάγιλος;
    4 KB (460 words) - 13:20, 15 March 2024
  • κεφάλι») 5. φρ. α) «καταφέρνει ένα ολάκερο αρνί στην καθισιά του» — είναι ικανός να καταβροχθίσει ένα ολόκληρο αρνί β) «καλά μού τήν κατάφερε» i) μέ ξεγέλασε
    2 KB (119 words) - 07:22, 29 September 2017
  • τράγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. της λ. τράγος (μέσω αμάρτυρου τραγίον), κατά το αρνί]. Albanian: sqap, cjap; Arabic: تَيْس‎; Hijazi Arabic: تيس‎; Armenian: նոխազ
    3 KB (294 words) - 13:40, 5 February 2024
  • -α, -ο αρνί αυτός που προέρχεται από αρνί.
    103 bytes (8 words) - 06:58, 29 September 2017
  • PGurob. 22.40,42 (iii B.C.), and ἄρνον ib.3, al.; acc. ἄρνα, gen. ἀρνός, dat. ἀρνί, dual. ἄρνε: pl. ἄρνες, ἄρνας, ἀρνῶν, dat. ἀρνάσι J.AJ3.8.10, Ep. ἄρνεσσι:
    22 KB (2,456 words) - 13:19, 15 March 2024
  • το αρνί 1. το μικρό αρνί 2. κρέας αρνίσιο 3. άκακος, φιλήσυχος άνθρωπος.
    201 bytes (13 words) - 06:58, 29 September 2017
  • λόγω ανομοιώσεως. Συνδέεται με λατ. vervex «κριάρι» και πιθ. με τον τ. αρήν «αρνί». Ως β’ συνθετικό τόσο ο τ. είρος όσο και ο τ. έριον εμφανίζονται στα σύνθετα
    3 KB (187 words) - 22:00, 29 December 2020
  • ρυμούλκηση 4. δένω με μαγικό επίδεσμο 5. προσκολλώ μικρό ορφανό ερίφιο ή αρνί σε άλλη μητέρα για να θηλάσει.
    683 bytes (53 words) - 06:52, 29 September 2017
  • ἀμνὸν ἔρειδε» — έλα φέρε και κατάθεσε και συ, ως έπαθλο, ένα καλοθρεμμένο αρνί, Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Ο συσχετισμός του τ. ερείδω με το
    4 KB (249 words) - 14:30, 6 February 2024
  • το 1. σιτευτό αρνί που τρέφεται στο σπίτι και προορίζεται για σφαγή, θρεφτάρι 2. θωπευτική προσφώνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἀμνάριον με επίδραση του μάννα.
    423 bytes (23 words) - 07:35, 29 September 2017
  • «κατσίκα». Η κατάληξη -ος κατά το έλαφος. Συνδέεται πιθ. με τα αρμ. oroj «αρνί», erinj «νεαρή αγελάδα», το λατ. aries-ětis «κριός» και το ουμβρ. erietu
    2 KB (121 words) - 22:05, 29 December 2020
  • το αρνί με μαύρο τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάγιος + αρνί].
    239 bytes (8 words) - 07:29, 29 September 2017
  • ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 8966, καὶ τὸ ῥὴν ὡσαύτως εἶναι μεταγενέστ.): δοτ. καὶ αἰτ. ἀρνί, ἄρνα: δυϊκ. ἄρνε: πληθ. ἄρνες, γεν. ἀρνῶν· δοτ. ἀρνάσι Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 3
    4 KB (361 words) - 12:01, 25 August 2023
  • ὀβελίτης) ως επίθ. ψημένος στη σούβλα («ὀβελίας ἄρτος», Ιπποκρ.) νεοελλ. αρνί που ψήνεται στη σούβλα, ιδίως το Πάσχα αρχ. φρ. «ὀβελίας ἄρτος» (στην Αλεξάνδρεια)
    1 KB (59 words) - 14:53, 8 May 2023
View (previous 20 | ) (20 | 50 | 100 | 250 | 500)