ἐπιπνίγω
From LSJ
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπνίγω: πνίγω, στραγγαλίζω ἐπιπνίγων χειρὶ τοὺς ἐπιόντας τῷ αὑτοῦ ποιμνίῳ Ἰώσηπος Ὑπομνηστικ. σ. 148· - ὡς διάφ. γρ. ἐν τῷ κ. Λουκ. Εὐαγγ. η΄, 7, ἀντὶ ἀποπνίγω.
English (Strong)
from ἐπί and πνίγω; to throttle upon, i.e. (figuratively) overgrow: choke.
Greek Monolingual
ἐπιπνίγω (Α)
πνίγω, στραγγαλίζω («αἱ ἄκανθαι ἐπέπνιξαν αὐτό», ΚΔ).
Chinese
原文音譯:™pipn⋯gw 誒披-你哥
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在上-阻塞
字義溯源:窒息,擠住;由(ἐπί)*=在⋯上)與(πνίγω)=喘息)組成;而 (πνίγω)出自(πνέω)*=呼吸)。註:聖經文庫,和合本以 (ἀποπνίγω)代替 (ἐπιπνίγω)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 擠住了(1) 路8:7
French (New Testament)
étouffer, dépasser (en grandissant), obstruer
[ἐπί, πνίγω]