Γαδειρικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν, v. Γάδειρα.
Spanish (DGE)
(Γᾰδειρικός) -ή, -όν
gadírico, de Gadira, gaditano τάριχος Hp.Int.25, 30, Eup.199, Antiph.78, ὑπογάστριον γ. ventrisca (de bonito) gaditano Nicostr.Com.5, χώρα Pl.Criti.114b.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Gadeires.
Étymologie: Γάδειρα.
Russian (Dvoretsky)
Γαδειρικός: Plat. = Γαδειραῖος.