Δάλιος
From LSJ
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
English (LSJ)
Spanish (DGE)
v. Δήλιος, -α, -ον.
French (Bailly abrégé)
dor. c. Δήλιος.
Russian (Dvoretsky)
Δάλιος: дор. = Δήλιος I, II.
Greek (Liddell-Scott)
Δάλιος: Δωρ. ἀντὶ Δήλιος.
English (Slater)
Δᾱλιος
1 of, from Delos epithet of Apollo. ὑπέδεκτο δ' ἀργυρόπεζ Ἀφροδίτα Δάλιον ξεῖνον (P. 9.10) ἰήιε Δάλἰ Ἄπολλον Πα. . 1, 1, 3, . ]Δαλ[ (Pae. 5.17) ]Δαλιο[ P. Oxy. 841. fr. 47.