Δηλογενής
From LSJ
Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news
English (LSJ)
Dor. Δαλογενής, ές, Delos-born, Simon.26 B, B.3.58, 10.15.
Russian (Dvoretsky)
Δηλογενής: дор. Δᾱλογενής 2 рожденный на Делосе Arst.
Greek (Liddell-Scott)
Δηλογενής: Δωρ. Δᾱλ-, ές, ἐν Δήλῳ γεννηθείς, Σιμων. 34.
Greek Monotonic
Δηλογενής: -ές (γίγνομαι), γεννημένος στη Δήλο, σε Σίμωνα.