Δωριστί
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
English (LSJ)
[ῐ], Adv.
A in Dorian fashion, Δωριστὶ ζῆν Pl.Ep.336c.
2 in the Dorian dialect, λαλοῦσι Δωριστί Call.Iamb.1.354.
II ἡ Δωριστὶ ἁρμονία the Dorian mode or measure in music, Arist.Pol.1340b4; so Δωριστί alone, Pl.R.399a; in Ar.Eq.989 (lyr.) with a play on δῶρον.
Greek Monotonic
Δωριστί: [ῐ], επίρρ., σύμφωνα με το δωρικό τρόπο· ἡ Δ. ἁρμονία, Δωρικός τόνος ή μέτρο στη μουσική, σε Πλάτ. κ.λπ.
Middle Liddell
in Dorian fashion: ἡ Δ. ἁρμονία the Dorian mode or measure in music, Plat., etc.