Ζεφυρίη

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek (Liddell-Scott)

Ζεφῠρίη: (ἐνν. πνοή), ἡ, = Ζέφυρος, ὁ δυσμικὸς ἄνεμος, Ὀδ. Η. 119. Ζεφ- μακρὸν ἐν ἄρσει, ὡς ἐν τῷ ὄφις. σκύφος.

Greek Monotonic

Ζεφῠρίη: (ενν. πνοή), ἡ, = Ζέφυρος, δυτικός άνεμος, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

= Ζέφυρος,]
sc. πνοή the west wind, Od.