Greek (Liddell-Scott)
Ζεφῠρίη: (ἐνν. πνοή), ἡ, = Ζέφυρος, ὁ δυσμικὸς ἄνεμος, Ὀδ. Η. 119. Ζεφ- μακρὸν ἐν ἄρσει, ὡς ἐν τῷ ὄφις. σκύφος.
Greek Monotonic
Ζεφῠρίη: (ενν. πνοή), ἡ, = Ζέφυρος, δυτικός άνεμος, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
= Ζέφυρος,]
sc. πνοή the west wind, Od.