Νειλογενής

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Νειλογενής Medium diacritics: Νειλογενής Low diacritics: Νειλογενής Capitals: ΝΕΙΛΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: Neilogenḗs Transliteration B: Neilogenēs Transliteration C: Neilogenis Beta Code: *neilogenh/s

English (LSJ)

Νειλογενές, Nile-born, AP9.355 (Leon. Alex.), Epigr.Gr.982 (Philae).

German (Pape)

[Seite 236] ές, Nilgeboren, dem Nil entstammt, Leon. Al. 8 (IX, 355).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
enfanté par le Nil.
Étymologie: Νεῖλος, γένος.

Russian (Dvoretsky)

Νειλογενής: рожденный Нилом Anth.

Greek (Liddell-Scott)

Νειλογενής: -ές, ὁ ἐκ τοῦ Νείλου γεννηθείς, Ἀνθ. Π. 9. 355.

Greek Monotonic

Νειλογενής: -ές (γίγνομαι), αυτός που έχει γεννηθεί στον Νείλο, σε Ανθ.

Middle Liddell

Νειλο-γενής, ές γίγνομαι
Nile-born, Anth.