Νεμεάς

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
de Némée.
Étymologie: Νεμέα.

English (Slater)

Νεμεάς f. adj., Nemean ἐν ἱερομηνίᾳ Νεμεάδι (N. 3.2)

Russian (Dvoretsky)

Νεμεάς: άδος adj. f немейская (ἱερομηνία Pind.).

Middle Liddell

Νεμεάς, άδος,
I. Nemean, Pind.
II. Νέμεα, poet. Νέμεια, (sc. ἱερά), τά, the Nemean Games, celebrated in the second and fourth years of each Olympiad, Pind., Thuc.