Σύρα
From LSJ
English (LSJ)
later for Σῦρος.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
fém. de Σύρος.
Greek Monotonic
Σύρα: ἡ, θηλ. του Σύρας, γυναίκα που κατάγεται από τη Συρία, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
Σύρα:
I (ῠ) ἡ сириянка Arph.
II ἡ Diog. L. = Συρία II.
Middle Liddell
Σύρα, ἡ, [fem. of Σύρας]
a Syrian woman, Ar.
Chinese
原文音譯:Surofo⋯nissa 需羅-否你沙
詞類次數:專有名詞(1)
原文字根:敘利亞-腓尼基
字義溯源:敘利非尼基;屬敘利亞省的腓尼基地區,由(Σύρος)=敘利亞人)與(Φοινίκη)=腓尼基)組成,其中 (Σύρος)出自(Συρία)=敘利亞),而 (Φοινίκη)出自(φοῖνιξ1)*=棕樹)
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 敘利非尼基(1) 可7:26