Τέμπη
Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
English (LSJ)
French (Bailly abrégé)
ῶν (τά) :
1 Tempè, vallon de la Thessalie renommé pour son site et sa fraîcheur, près du Pénée, entre l'Olympe et l'Ossa;
2 p. ext. vallée délicieuse, et en gén. site enchanteur.
Étymologie: DELG toponyme obscur ; pê apparenté à lat. tempus « tempe », au sens de « creux ».
Greek Monolingual
τα / Τέμπεα, ΝΜΑ
η μεταξύ Ολύμπου και Όσσας κοιλάδα που διαρρέεται από τον Πηνειό
αρχ.
(γενικά) κάθε απομακρυσμένη και αποκομμένη κοιλάδα («ἤ κατὰ Πηνειῷ καλὰ Τέμπεα, ἤ κατὰ Πίνδω», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Τοπωνύμιο άγνωστης ετυμολ. Έχει προταθεί ωστόσο η απόδοση στη λ. της σημ. «κοίλος, βαθουλός» και η σύνδεση της με το επί θ. ταπ-εινός. Απίθανη, τέλος, είναι η σύνδεση του τ. με το λατ. tempus «χρόνος»].