Τέμπεα
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
contr. Τέμπη, τά, Tempe, the valley between Mounts Olympus and Ossa, through which the Peneus escapes into the sea, Hdt.7.173, Call.Del.105.
II any sequestered vale, Cic.Att.4.15.5, D.P.219,916,1017; ἢ κατὰ Πηνειῶ καλὰ τέμπεα, ἢ κατὰ Πίνδω Theoc.1.67: also in late Prose, Aristid.Or.23(42).20, 36(48).120, Philostr.Ep.16.
Russian (Dvoretsky)
Τέμπεα: стяж. Τέμπη τά Темпы (долина в Фессалии вдоль р. Пеней, между Олимпом и Оссой) Her. etc.
Greek (Liddell-Scott)
Τέμπεα: συνῃρ. Τέμπη, τά, ἡ ὡραία κοιλὰς ἡ μεταξὺ τοῦ Ὀλύμπου καὶ τῆς Ὄσσης, δι’ ἧς ὁ Πηνειὸς ῥέων ἐκβάλλει εἰς τὴν θάλασσαν, ἀπίκετο ἐς τὰ Τέμπεα ἐς τὴν ἐσβολὴν ἥπερ ἀπὸ Μακεδονίης τῆς κάτω ἐς Θεσσαλίην φέρει παρὰ τὸν Πηνειὸν ποταμόν, μεταξὺ Οὐλύμπου τε οὔρεος ἐόντα καὶ τῆς Ὄσσης Ἡρόδ. 7. 173. - Γλαφυρὰν περιγραφὴν τῶν Τεμπῶν ἔχει ὁ Αἰλ. ἐν Ποικ. Ἱστ. 3. 1. ΙΙ. πᾶσα ἀποκεχωρισμένη κοιλάς, Διον. Π. 219, 916, 1017, Κικ. πρ. Ἀττ. 4. 15, 5, πρβλ.: ἢ κατὰ Πηνειῶ καλὰ Τέμπεα, ἢ κατὰ Πίνδω Θεόκρ. 1. 67. - Κατὰ Σουΐδ.: «Τέμπη τὰ μεταξὺ τῶν Θετταλίας ὀρῶν περὶ τὸν Ὄλυμπον καὶ τὴν Ὄσσαν στενά· καθόλου δὲ αἱ ἐν πᾶσι τοῖς ὄρεσι στενώταται διεκβολαί, καὶ οἱ σύνδενδροι τόποι. ἰδίως δὲ Μακεδονικὰ ὄρη οὕτω καλούμενα, καὶ οἱ στενοὶ τόποι», πρβλ. Φώτ., κλπ.
Greek Monotonic
Τέμπεα: συνηρ. Τέμπη, τά, η κοιλάδα μεταξύ του Ολύμπου και της Όσσας, μέσα από την οποία ρέει ο Πηνειός ποταμός και εκβάλλει στη θάλασσα, σε Ηρόδ.
Frisk Etymology German
Τέμπεα: -η
{Témpea}
Grammar: n. pl.
Meaning: Tal zwischen Olympos und Ossa (Hdt., Kal., Theok. u.a.)
Derivative: mit Τεμπίς f. zum Tempe gehörig (Nik.). -ικός ib. (Plu., Ael.), -όθεν ‘von T.’ (Kall.); Ἄπλουνι Τεμπείτᾳ (Gyrton IIIa; Fraenkel Nom. ag. 2, 210, Redard 213 m. Lit.).
Etymology: Appellativische Bed. unbekannt, mithin ohne sichere Etymologie. Hypothesen von Kretschmer KZ 36,264ff.: eig. *"Einschnitt", zu τέμνω; von Bally MSL 12, 329, Cahiers F. de Saussure 2, 58 f.: eig. *" Niederung", zu ταπεινός und lat. tempus Schläfe.
Page 2,876