Τέρμερος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Terméros, brigand qui fracassait la tête de ses victimes et qui eut la tête fracassée par Héraclès.
Étymologie:.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ Τέρμερα
(κατά την αρχ. ελλ. παράδοση) ληστής που ίδρυσε την πόλη Τέρμερα στην καρική ακτή, κοντά στην Αλικαρνασσό, και ο οποίος φονεύθηκε από τον Ηρακλή επειδή φόνευε με χτυπήματα στο κεφάλι όλους όσους περνούσαν από αυτήν την περιοχή, σκορπίζοντας έτσι τον τρόμο.
Russian (Dvoretsky)
Τέρμερος: ὁ Термер (разбойник, который разбивал головы своим жертвам и тем же способом был убит Гераклом) Plut.