Ταινάριος
From LSJ
τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α Ταίναρος / Ταίναρον]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ακρωτήριο Ταίναρο
2. το θηλ. Ταιναρία
προσωνυμία της Αρτέμιδος
3. (το αρσ. εν.) προσωνυμία του Ποσειδώνος
4. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Ταινάριοι
οι μετέχοντες στα Ταινάρια
5. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ Ταινάρια
εορτή τελούμενη στη Σπάρτη από τους Λάκωνες προς τιμήν του Ταιναρίου Ποσειδώνος.