Φήμιος
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ὁ,
1name of a minstrel in Od. (1.154, al.).
2epithet of Zeus, SIG 1014.27 (Erythrae, iii BC);
3Φημία, epithet of Athena, ibid.
Russian (Dvoretsky)
Φήμιος: ὁ Фемий (итакский певец) Hom., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
Φήμιος: ὁ, ὄνομα ἀοιδοῦ ἐν τῇ Ὀδ. (Α. 154, κλπ.)· πρβλ. φήμη Ι. 4.
English (Autenrieth)
Phemius, son of Terpis, a bard in Ithaca, Od. 1.154, ρ 2, Od. 22.331.
Greek Monolingual
ὁ, Α φῆμις
1. περιώνυμος αοιδός της Οδύσσειας, που αναφέρεται ως αυτοδίδακτος, είχε συνοδεύσει την Πηνελόπη από τη Σπάρτη στην Ιθάκη, όταν πήρε σύζυγό της τον Οδυσσέα, και ήταν εκείνος που φρόντιζε τη βασίλισσα όσον καιρό έλειπε ο Οδυσσέας στην Τροία
2. θετός πατέρας του Ομήρου, που φρόντισε για τη μόρφωση και την ανατροφή του:
3. προσωνυμία του Διός.