άοικος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄοικος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει σπίτι ή οικογένεια
μσν.- νεοελλ.
ο ακατοίκητος
νεοελλ.
άφαντος («έγινε άοικος» — εξαφανίστηκε)
αρχ.
ακατάλληλος για να κατοικήσει κανείς («ἄοικος εἰσοίκησις» — κατοικία που δεν είναι κατοικία, άθλια, τρώγλη —Σοφοκλής).