άρριζος

From LSJ

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄρριζος, -ον)
αυτός που δεν έχει ρίζες
νεοελλ.
(για φυτά) αυτό που δεν έχει ακόμη αναπτύξει τις ρίζες του
αρχ.-μσν.
ο αβάσιμος, ο αθεμελίωτος
μσν.
εκείνος που δεν στηρίζεται στη γη, ο αιθέριος, ο ουράνιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + -ριζος < ρίζα (πρβλ. βαθύρριζος, μακρόρριζος κ.ά.)].