ἄρριζος

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄρρῑζος Medium diacritics: ἄρριζος Low diacritics: άρριζος Capitals: ΑΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: árrizos Transliteration B: arrizos Transliteration C: arrizos Beta Code: a)/rrizos

English (LSJ)

ἄρριζον,
A without roots, Arist.Resp.478b31, Thphr. CP 3.5.4.
II metaph., ῥῆμα ἄ. ἐκ τῆς ὀργῆς not rooted in... Them.Or. 8.111b; ἄ. καὶ ἀνέστια ὲᾶν Str.1.2.18.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no tiene raíz de plantas τὰ σπέρματα τῶν φυτῶν ὅσα ἄρριζα Arist.Iuu.478b31, cf. Thphr.CP 3.5.4, τὸ ὕδνον ... ἄρριζον ... ἐστι Plu.2.665a
fig. de lugares mit. no localizado o fijado Σκύλλαν καὶ Χάρυβδιν ... ἅπερ οὔτε ἀκριβῶς ἐξετάζειν δεῖ οὐτ' ἄρριζα καὶ ἀνέστια ἐᾶν Str.1.2.18
de abstr. que no tiene fundamento εἴ τι καὶ ἐκδράμοι ἐκ τῆς γλώττης, ἄρριζόν ἐστιν ἐκ τῆς ἔνδον ὀργῆς Them.Or.8.111b, δυσμένεια Gr.Nyss.Ep.1.4.
2 de pers. desarraigado ἄ. γενοίμην ἐπὶ γῆς LXX Ib.31.8.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄρριζος, -ον)
αυτός που δεν έχει ρίζες
νεοελλ.
(για φυτά) αυτό που δεν έχει ακόμη αναπτύξει τις ρίζες του
αρχ.-μσν.
ο αβάσιμος, ο αθεμελίωτος
μσν.
εκείνος που δεν στηρίζεται στη γη, ο αιθέριος, ο ουράνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -ριζος < ρίζα (πρβλ. βαθύρριζος, μακρόρριζος κ.ά.)].

Russian (Dvoretsky)

ἄρριζος: не имеющий корней (φυτά Arst.).

German (Pape)

(ῥίζα), ohne Wurzel, Arist. respir. 17.2; Plut.