Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άστομος

From LSJ

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄστομος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει στόμα
2. ο άφωνος, ο αμίλητος
αρχ.
1. (για σκύλους) αυτός που έχει μαλακό στόμα, που δεν μπορεί να κρατήσει κάτι με τα δόντια
2. (για άλογα) ο σκληρόστομος, αυτός που δεν δέχεται χαλινάρι
3. (για μέταλλο) το μαλακό, αυτό που δεν μπορεί να τροχιστεί
4. (για λίμνη) χωρίς στόμιο, κλειστή από παντού
5. (για ποτό) άνοστος, ανούσιος.