μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
η (AM ἔκκλισις)
ηθική εκτροπή, παραστράτημα
νεοελλ.
απόκλιση («έκκλιση στύλου»)
αρχ.
1. λοξοδρομία, απόκλιση από τη συνηθισμένη πορεία
2. εξάρθρωση, εκτοπισμός
3. κλίση, τάση, ροπή
4. άρνηση, αποφυγή.