έμμεσος

From LSJ

ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστεθηρίονθεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔμμεσος, -ον)
αυτός που έχει σχέση ή αναφέρεται σε κάποιον άλλο ή ενεργεί και επηρεάζει άλλον όχι άμεσα αλλά μέσω κάποιου τρίτου
νεοελλ.
1. «έμμεση βολή» — βολή εναντίον στόχου που δεν είναι ορατός από εκεί που βάλλει το πυροβόλο
2. «έμμεσοι φόροι» — οι φόροι που επιβάλλονται όχι απ' ευθείας σε φορολογουμένους αλλά με δασμούς σε ορισμένα είδη
3. «έμμεσο αντικείμενο» — ο όρος που συμπληρώνει έμμεσα την έννοια του ρήματος
αρχ.
1. ενδιάμεσος, αυτός που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο άλλους
2. ο μεσολαβητής.