έμμετρος

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔμμετρος, -ον)
αυτός που έχει συντεθεί σε μέτρο, σε στίχους («έμμετρο κείμενο», «έμμετρη μετάφραση»)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. κολεόπτερο έντομο της οικογένειας τών χρυσομηλιδών
αρχ.-μσν.
φρ. «ἔμμετροι ποιηταί» — αυτοί που χρησιμοποιούν συνήθη μέτρα
αρχ.
1. αυτός που γίνεται με μέτρο, χωρίς υπερβολή
2. κατάλληλος
3. (για πρόσ.) μετριοπαθής, μετρημένος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔμμετρον
η σωστή αναλογία.