ένευνος

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

Greek Monolingual

ἔνευνος, -ον (Α) ευνή
1. αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι
2. «ένευνοι τόποι» — τόποι κατάλληλοι για ύπνο (Ησύχ.).