Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
ἔνευνος, -ον (Α) ευνή
1. αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι
2. «ένευνοι τόποι» — τόποι κατάλληλοι για ύπνο (Ησύχ.).