Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
-η, -ο (AM ἔνσωμος, -ον) σώμα
ενσώματος
μσν.
αισθητός, ζωντανός
αρχ.
φρ. «ἔνσωμος φράσις» — έκφραση που αναφέρεται με άμεσο τρόπο στα πράγματα, στην ουσία.